-
1 сила
1. (физическая величина) η δύ-ναμ/η, η ισχύςВан-дер-Ваальсовы - ы (межмолекулярного взаимодействия) - εις Βαν Ντε Βαλ (Van Der Waals), οι ασθενείς - ειςкуло-новская - κουλόμβ (Coulomb), ελκτική - ηλεκτρικής φύσης- απώθησηςподъёмная ав. - άντωσηςрабочая - εργατική -, το εργατικό προσωπικόразрешающая - η διαχωριστική/διακριτική ικανότητα- света η φωτεινή ισχύς, η ισχύς σε κηρίαтормозная - πέδησης/φρεναρίσμα-τος- тяги ав. - έλξης, προωθητική -2. (интенсивность, напряжённость) η ένταση 3. (правомочность) η ισχ/ύς 4. -ы мн. (материальное начало, часть общества и т.п.) οι δυνάμεις- природы - της φύσης, φυσικές -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сила
-
2 диалектика
филос. η διαλεκτικήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > диалектика
-
3 закон
-а α.1. νόμος•основной закон θεμελιώδης (βασικός) νόμος•
избирательный закон εκλογικός νόμος•
чрезвычайный закон έκτακτος νόμος, έκτακτο μέτρο•
соблюдать -ы τηρώ τους νόμους•
свод -ов συλλογή νόμων, κώδικας•
уголовные -ы ποινικοί νόμοι•
обнародовать -ы δημοσιεύω νόμους•
нарушать -ы παραβιάζω τους νόμους, παρανομώ.
2. αρχή•закон архимеда η αρχή του Αρχιμήδη•
всемирный. закон тяготения ο νόμος της παγκόσμιας έλξης•
закон тяготения ο νόμος της βαρύτητας•
-ы развития природы и общества οι νόμοι εξέλιξης της φύσης και της κοινωνίας•
-ы классовой борьбы οι νόμοι της ταξικής πάλης.
3. κανόνας•-ы правописания οι ορθογραφικοί κανόνες•
-ы шахматной игры κανόνες σκακιού•
-ы приличия κανόνες καλής συμπεριφοράς.
4. παλ. θρησκεία.εκφρ.драконовские ή драконовы -ы – δρακόντειοι, νόμοι•закон божий – τα θρησκευτικά (σχολ. μάθημα)’ моисеев закон οι (δέκα) εντολές του Μωϋσή•ненаписанный закон – άγραφος νόμος•закон не писан (для кого) – δεν τον πιάνει ο νόμος (δεν είναι υ-τοχρεωμένος)•вопреки -а – παρά το νόμο•вне -а – εκτός νόμου•именем -а – εν ονόματι του νόμου•состоять ή жить в -е – ζω με νόμιμο γάμο•буква -а – το γράμμα του νόμου (αντίθετα προς το πνεύμα του νόμου). -
4 лоно
-а ουδ.παλ. κόλπος, αγκαλιά• η κοιλιά, μήτρα•на -е матери στην αγκαλιά της μάνας.
|| μτφ. περιβάλλον•принять на -е православной церкви δέχομαι στους κόλπους της ορθόδοξης εκκλησίας•
на -е счастья στους κόλπους της ευτυχίας, της ευμάρειας.
εκφρ.на -е природы – στην αγκαλιά της φύσης. -
5 игра
играж1. τό παιγνίδι:\игра в карты τό χαρτοπαίγνιο· шахматная \игра τό σκάκι, τό ζατρίκιο·2. (состязание) ὁ ἀγώνας, τό παιχνίδι:Олимпийские игры οἱ 'Ολυμπιακοί ἀγῶνες·3. (исполнение) τό παίξιμο (музыканта)/ τό παίξιμο ἡθοποιού (артиста)· ◊ \игра слов τό παίξιμο μέ τίς λέξεις· \игра природы ἡ ἰδιοτροπία τής φύσης· \игра воображения τό δημιούργημα τής φαντασίας, ἡ φαντασιώδης ἐπινόηση· \игра случая ἡ ἰδιοτροπία τής τύχης· биржевая \игра τό παίξιμο στό χρηματιστήριο· \игра не стоит свеч погов. δέν ἀξίζει τόν κόπο. -
6 олицетворение
олицетворениес в разн. знач. ἡ προ-σωποποίηση [-ις]:\олицетворение сил природы ἡ προσωποποίηση τῶν δυνάμεων τής φύσης· \олицетворение мужества ἡ προσωποποίηση τής ἀνδρείας (τής γενναιότητας). -
7 игра
-ы, πλθ. игры, игр θ.1. παιγνίδι (ως ψυχαγωγία)•игра как метод обучения το παιγνίδι σαν μέθοδος διδασκαλίας•
игра в тнис το παιγνίδι της αντισφαίρισης•
спортивные -ы οι αθλοπαιδιές•
азартные -ы τυχερά παιγνίδια.
|| χαρτοπαιξία, χαρτοπαίγνιο.2. άθυρμα•детские -ы παιδικά παιγνίδια•
распечатать -у ανοίγω το καινούριο παιγνίδι.
3. πλθ. αγώνες•олимпийские -ы ολυμπιακοί αγώνες• κο•
игра ринфские -ы τα Ισθμια.
4. εκτέλεση (μουσικού έργου ή σκηνικού ρόλου), παίξιμο.5. παιγνίδι (με διάφορες σημασίες)•опасная игра επικίνδυνο παιγνίδι•
политическя игра πολιτικό παιγνίδι•
сейчас моя игра τώρα παίζω εγώ, είναι η δική μου σειρά να παίξω•
эта игра не в счёт αυτό το παιγνίδι (φορά, χαρτωσιά κλπ.) δε λογίζεται, δεν πιάνεται•
игра вина το άφρισμα του κρασιού•
игра бриллиантов η μαρμαρυγή των διαμαντιών.
εκφρ.игра воображения – αποκύημα φαντασίας•игра слов – λογοπαίγνιο, καλαμπούρι•игра природы – ιδιοτροπία της φύσης•случая ή судьбы – φορά της τύχης•биржевая - – το παίξιμο στο χρηματιστήριο•игра не стоит свеч – δεν αξίζει τον κόπο•играть ή вести большую -у – επιχειρώ μεγάλη υπόθεση (που μπορεί να έχει δυσάρεστες συνέπειες). -
8 исследовать
-дую, -дуешь ρ.δ.κ.σ.μ. ερευνώ, εξερευνώ• μελετώ, εξετάζω• ; αναλύω, κάνω ανάλυση•исследовать законы природы ερευνώ τους νόμους της φύσης• исследовать какой-л. вопрос εξετάζω κάποιο ζήτημα•
исследовать состав вещества κάνω ανάλυση της σύνθεσης της ουσίας•
исследовать больного εξετάζω (ακροώμαι) τον άρρωστο.
|| ανιχνεύω, κατοπτεύω•военный отряд -ал все побережье το στρατιωτικό απόσπασμα κατόπτευσε όλη την ακτή.
ερευνώμαι; μελετιέμαι• εξετάζομαι αναλύομαι. || ανιχνεύομαι, κατοπτεύομαι. -
9 лоно
лон||ос уст. ὁ κόλπος, ἡ ἀγκάλη· ◊иа \лоное природы στήν ὑπαιθρο, στήν ἀγκαλιά τής φύσης· в \лоно церкви είς τους κόλπους τής ἐκκλησίας. -
10 изверг
-а α.1. τέρας, απόβρασμα, κάθαρμα•изверг человечества απόβρασμα της κοινωνίας•
изверг природы τέρας της φύσης.
2. τύραννος, ψυχοβγάλτης, σταυρωτής. -
11 олицетворение
-я ουδ.προσωποποίηση•сил природы προσωποποίηση των δυνάμεων της φύσης•
олицетворение в баснях η προσωποποίηση στα παραμύθια•
олицетворение скупости προσωποποίηση της φιλαργυρίας.
-
12 познание
-я ουδ.1. γνώση•познание мира η γνώση του κόσμου•
познание законов природы η γνώση των νόμων της φύσης•
теория -я θεωρία της γνώσης (γνωσιολογία).
2. πλθ. -ия, -ий οι γνώσεις•-ия истории ιστορικές γνώσεις.
-
13 познать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. познанный, βρ: -нан, -а, -оγνωρίζω, μαθαίνω, αντιλαμβάνομαι• εισδύω διανοητικά•познать сущность явлений γνωρίζω την ουσία των φαινομένων•
познать законы развития природы и общества γνωρίζω τους νόμους εξέλιξης της φύσης και της κοινωνίας.
|| δοκιμάζω•познать друга в несчастье γνωρίζω το φίλο στη δυστυχία.
|| υποφέρω, περνώ, τραβώ, δοκιμάζω, υφίσταμαι. -
14 поэзия
-и θ.η ποίηση (λογοτεχνική και κυρίως σε στίχους) δημιουργικό έργο, δημιουργία. || μτφ. ομορφιά, ωραιότητα, κάλλος•поэзия природы η ομορφιά της φύσης•
поэзия жизни η ομορφιά της ζωής.
|| λυρισμός, εγκαρδιότητα. -
15 пробуждение
-я ουδ.1. ξύπνημα, αφύπνιση. || μτφ. διέγερση ξαναζωντάνευα•пробуждение сознания αφύπνιση της συνείδησης.
|| μτφ. ώθηση, παρακίνηση.2. επανεμφάνιση•весеннее пробуждение природы το ανοιξιάτικο ξύπνημα της φύσης.
-
16 тайна
-ы θ.μυστικό, απόρρητο, κρυφό•военная тайна στρατιωτικό μυστικό•
хранить -у κρατώ το μυστικό•
выдать -у προδίνω το μυστικό•
раскрыть чужую -у αποκαλύπτω ξένο μυστικό•
государственная тайна κρατικό μυστικό•
знать чью -у ξέρω το μυστικό κάποιου•
тайна успеха το μυστικό της επιτυχίας•
-ы природы τα μυστικά της φύσης•
не тайна δεν είναι μυστικό (είναι γνωστό).
-
17 диалектика
диалект||икаж филос. ἡ διαλεκτική:\диалектика природы ἡ διαλεκτική τῆς φύσης. -
18 преобразованиетель
преобразование||тельм ὁ ἀναμορφωτής, ὁ μεταρρυθμιστής, ὁ ἀναδιοργανωτής:\преобразованиетельтель природы ὁ ἀναμορφωτής τής φύσης. -
19 явление
явлени||ес1. τό φαινόμενον/ τό περι-στατικό[ν], τό συμβάν (событие, случай):\явлениея природы τα φυσικά.φαινόμενα, τά φαινόμενα τής φύσης· обычное \явление τό συνηθισμένο φαινόμενο· странное \явление τό παράξενο φαινόμενο·2. театр. ἡ σκηνή. -
20 благолепие
-я ουδ.(γραπ. λόγος) μεγαλοπρέπεια, μεγαλείο, ωραιότητα, ομορφιά•природы το μεγαλείο της φύσης.
- 1
- 2